Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐθυρρημονέω
εὐθυρρήμων
εὔθυρσος
εὐθύς
εὐθύς2
εὐθύσανος
εὐθύφρων
εὐθύωρος
εὐθώρηξ
εὐιάζω
εὐιακός
εὐίατος
εὐίερος
Εὔιος
εὔιππος
εὔιστος
εὐκαθαίρετος
εὐκάθεκτος
εὐκαιρέω
εὐκαιρία
εὔκαιρος
View word page
εὐιακός
εὐιακός εὐιᾰκός, ή, όν Bacchic, Anth.: fem. εὐιάς Anth.
ShortDef
Bacchic
Debugging
Headword:
εὐιακός
Headword (normalized):
εὐιακός
Headword (normalized/stripped):
ευιακος
IDX:
13655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13661
Key:
eu)iako/s
Data
{'content': 'εὐιακός\n εὐιᾰκός, ή, όν\n Bacchic, Anth.: fem. εὐιάς Anth.', 'key': 'eu)iako/s'}