Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐθυντήρ
εὐθυντής
εὐθύνω
εὐθυπορέω
εὐθύπορος
εὐθυρρημονέω
εὐθυρρήμων
εὔθυρσος
εὐθύς
εὐθύς2
εὐθύσανος
εὐθύφρων
εὐθύωρος
εὐθώρηξ
εὐιάζω
εὐιακός
εὐίατος
εὐίερος
Εὔιος
εὔιππος
εὔιστος
View word page
εὐθύσανος
εὐθύσανος εὐ-θύσᾰνος (ῠ), ον well-fringed, Anth.

ShortDef

well-fringed

Debugging

Headword:
εὐθύσανος
Headword (normalized):
εὐθύσανος
Headword (normalized/stripped):
ευθυσανος
IDX:
13650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13656
Key:
eu)qu/sanos

Data

{'content': 'εὐθύσανος\n εὐ-θύσᾰνος (ῠ), ον\n well-fringed, Anth.', 'key': 'eu)qu/sanos'}