Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐθυμέω
εὐθυμητέος
εὐθυμία
εὔθυμος
εὔθυνα
εὔθυνος
εὐθυντήριος
εὐθυντήρ
εὐθυντής
εὐθύνω
εὐθυπορέω
εὐθύπορος
εὐθυρρημονέω
εὐθυρρήμων
εὔθυρσος
εὐθύς
εὐθύς2
εὐθύσανος
εὐθύφρων
εὐθύωρος
εὐθώρηξ
View word page
εὐθυπορέω
εὐθυπορέω εὐθυπορέω, to go straight forward, πότμος εὐθυπορῶν (metaph. from a ship), unswerving destiny, Aesch. from εὐθύπορος

ShortDef

to go straight forward

Debugging

Headword:
εὐθυπορέω
Headword (normalized):
εὐθυπορέω
Headword (normalized/stripped):
ευθυπορεω
IDX:
13643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13649
Key:
eu)qupore/w

Data

{'content': 'εὐθυπορέω\n εὐθυπορέω,\n to go straight forward, πότμος εὐθυπορῶν (metaph. from a ship), unswerving destiny, Aesch.\n from εὐθύπορος', 'key': 'eu)qupore/w'}