Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐθυμάχης
εὐθυμαχία
εὐθυμάχος
εὐθυμέω
εὐθυμητέος
εὐθυμία
εὔθυμος
εὔθυνα
εὔθυνος
εὐθυντήριος
εὐθυντήρ
εὐθυντής
εὐθύνω
εὐθυπορέω
εὐθύπορος
εὐθυρρημονέω
εὐθυρρήμων
εὔθυρσος
εὐθύς
εὐθύς2
εὐθύσανος
View word page
εὐθυντήρ
εὐθυντήρ εὐθυντήρ, ῆρος, εὐθύνω a corrector, chastiser, Theogn.
ShortDef
a corrector, chastiser
Debugging
Headword:
εὐθυντήρ
Headword (normalized):
εὐθυντήρ
Headword (normalized/stripped):
ευθυντηρ
IDX:
13640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13646
Key:
eu)qunth/r
Data
{'content': 'εὐθυντήρ\n εὐθυντήρ, ῆρος,\n εὐθύνω\n a corrector, chastiser, Theogn.', 'key': 'eu)qunth/r'}