Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀλεεινός
ἀλεείνω
ἀλεής
ἀλείατα
ἄλειμμα
ἀλείπτης
ἄλεισον
ἀλείτης
ἄλειφαρ
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλεκτορίσκος
ἀλεκτοροφωνία
ἄλεκτρος
ἀλεκτρύαινα
ἀλεκτρυών
ἀλέκτωρ
ἀλέκω
Ἀλεξανδριστής
ἀλέξανδρος
Ἀλεξανδρώδης
View word page
ἄλειψις
ἄλειψις an anointing:—a method or custom of anointing, Hdt.
ShortDef
an anointing
Debugging
Headword:
ἄλειψις
Headword (normalized):
ἄλειψις
Headword (normalized/stripped):
αλειψις
IDX:
1364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1364
Key:
a)/leiyis
Data
{'content': 'ἄλειψις\n an anointing:—a method or custom of anointing, Hdt.', 'key': 'a)/leiyis'}