Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐθνήσιμος
εὔθοινος
εὔθριγκος
εὖθριξ
εὔθρονος
εὔθροος
εὔθρυπτος
εὐθυβολία
εὐθύβολος
εὐθυδίκαιος
εὐθυδικία
εὐθύδικος
εὐθυεργής
εὐθυθάνατος
εὐθυμάχης
εὐθυμαχία
εὐθυμάχος
εὐθυμέω
εὐθυμητέος
εὐθυμία
εὔθυμος
View word page
εὐθυδικία
εὐθυδικία εὐθυδῐκία, ἡ, an open, direct trial, on the merits of the case, Dem. from εὐθύδῐκος

ShortDef

an open, direct trial

Debugging

Headword:
εὐθυδικία
Headword (normalized):
εὐθυδικία
Headword (normalized/stripped):
ευθυδικια
IDX:
13626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13632
Key:
eu)qudiki/a

Data

{'content': 'εὐθυδικία\n εὐθυδῐκία, ἡ,\n an open, direct trial, on the merits of the case, Dem.\n from εὐθύδῐκος', 'key': 'eu)qudiki/a'}