Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐθήσαυρος
εὔθικτος
εὐθνήσιμος
εὔθοινος
εὔθριγκος
εὖθριξ
εὔθρονος
εὔθροος
εὔθρυπτος
εὐθυβολία
εὐθύβολος
εὐθυδίκαιος
εὐθυδικία
εὐθύδικος
εὐθυεργής
εὐθυθάνατος
εὐθυμάχης
εὐθυμαχία
εὐθυμάχος
εὐθυμέω
εὐθυμητέος
View word page
εὐθύβολος
εὐθύβολος εὐθύ-βολος, ον βάλλω throwing straight.
ShortDef
throwing straight
Debugging
Headword:
εὐθύβολος
Headword (normalized):
εὐθύβολος
Headword (normalized/stripped):
ευθυβολος
IDX:
13624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13630
Key:
eu)qubo/los
Data
{'content': 'εὐθύβολος\n εὐθύ-βολος, ον\n βάλλω\n throwing straight.', 'key': 'eu)qubo/los'}