Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔθηλος
εὐθημοσύνη
εὐθήμων
εὐθηνέω
εὐθήρατος
εὔθηρος
εὐθήσαυρος
εὔθικτος
εὐθνήσιμος
εὔθοινος
εὔθριγκος
εὖθριξ
εὔθρονος
εὔθροος
εὔθρυπτος
εὐθυβολία
εὐθύβολος
εὐθυδίκαιος
εὐθυδικία
εὐθύδικος
εὐθυεργής
View word page
εὔθριγκος
εὔθριγκος εὔ-θριγκος, ον well-coped, of high walls, Eur.
ShortDef
well-coped
Debugging
Headword:
εὔθριγκος
Headword (normalized):
εὔθριγκος
Headword (normalized/stripped):
ευθριγκος
IDX:
13618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13624
Key:
eu)/qrigkos
Data
{'content': 'εὔθριγκος\n εὔ-θριγκος, ον\n well-coped, of high walls, Eur.', 'key': 'eu)/qrigkos'}