Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐθηγής
εὐθηλήμων
εὐθηλής
εὔθηλος
εὐθημοσύνη
εὐθήμων
εὐθηνέω
εὐθήρατος
εὔθηρος
εὐθήσαυρος
εὔθικτος
εὐθνήσιμος
εὔθοινος
εὔθριγκος
εὖθριξ
εὔθρονος
εὔθροος
εὔθρυπτος
εὐθυβολία
εὐθύβολος
εὐθυδίκαιος
View word page
εὔθικτος
εὔθικτος εὔ-θικτος, ον θιγεῖν touching the point, clever, Anth.
ShortDef
touching the point, clever
Debugging
Headword:
εὔθικτος
Headword (normalized):
εὔθικτος
Headword (normalized/stripped):
ευθικτος
IDX:
13615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13621
Key:
eu)/qiktos
Data
{'content': 'εὔθικτος\n εὔ-θικτος, ον\n θιγεῖν\n touching the point, clever, Anth.', 'key': 'eu)/qiktos'}