Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐθάλασσος
εὐθαλής
εὐθαλής
εὐθαρσής
εὐθεῖα
εὐθεράπευτος
εὐθετέω
εὐθετίζω
εὔθετος
εὐθέως
εὐθηγής
εὐθηλήμων
εὐθηλής
εὔθηλος
εὐθημοσύνη
εὐθήμων
εὐθηνέω
εὐθήρατος
εὔθηρος
εὐθήσαυρος
εὔθικτος
View word page
εὐθηγής
εὐθηγής εὐ-θηγής, ές θήγω sharpening well, Anth.

ShortDef

sharpening well

Debugging

Headword:
εὐθηγής
Headword (normalized):
εὐθηγής
Headword (normalized/stripped):
ευθηγης
IDX:
13605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13611
Key:
eu)qhgh/s

Data

{'content': 'εὐθηγής\n εὐ-θηγής, ές\n θήγω\n sharpening well, Anth.', 'key': 'eu)qhgh/s'}