Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐήρης
εὐήρυτος
εὐήτριος
εὐήχητος
εὐθάλασσος
εὐθαλής
εὐθαλής
εὐθαρσής
εὐθεῖα
εὐθεράπευτος
εὐθετέω
εὐθετίζω
εὔθετος
εὐθέως
εὐθηγής
εὐθηλήμων
εὐθηλής
εὔθηλος
εὐθημοσύνη
εὐθήμων
εὐθηνέω
View word page
εὐθετέω
εὐθετέω εὐθετέω, fut. -ήσω = εὐθετίζω, Luc.

ShortDef

to be suitable, convenient

Debugging

Headword:
εὐθετέω
Headword (normalized):
εὐθετέω
Headword (normalized/stripped):
ευθετεω
IDX:
13601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13607
Key:
eu)qete/w

Data

{'content': 'εὐθετέω\n εὐθετέω,\n fut. -ήσω\n = εὐθετίζω, Luc.', 'key': 'eu)qete/w'}