Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐηνορία
εὐήνωρ
εὐήρετμος
εὐήρης
εὐήρυτος
εὐήτριος
εὐήχητος
εὐθάλασσος
εὐθαλής
εὐθαλής
εὐθαρσής
εὐθεῖα
εὐθεράπευτος
εὐθετέω
εὐθετίζω
εὔθετος
εὐθέως
εὐθηγής
εὐθηλήμων
εὐθηλής
εὔθηλος
View word page
εὐθαρσής
εὐθαρσής εὐ-θαρσής, ές θάρσος of good courage, Hhymn., Aesch., etc. giving courage, secure, Xen.
ShortDef
of good courage
Debugging
Headword:
εὐθαρσής
Headword (normalized):
εὐθαρσής
Headword (normalized/stripped):
ευθαρσης
IDX:
13598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13604
Key:
eu)qarsh/s
Data
{'content': 'εὐθαρσής\n εὐ-θαρσής, ές\n θάρσος\n of good courage, Hhymn., Aesch., etc.\n giving courage, secure, Xen.', 'key': 'eu)qarsh/s'}