Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐήνιος
εὐηνορία
εὐήνωρ
εὐήρετμος
εὐήρης
εὐήρυτος
εὐήτριος
εὐήχητος
εὐθάλασσος
εὐθαλής
εὐθαλής
εὐθαρσής
εὐθεῖα
εὐθεράπευτος
εὐθετέω
εὐθετίζω
εὔθετος
εὐθέως
εὐθηγής
εὐθηλήμων
εὐθηλής
View word page
εὐθαλής
εὐθαλής εὐ-θᾰλής, ές θάλλω blooming, flourishing, Mosch.
ShortDef
blooming, flourishing
[Dor.]
Debugging
Headword:
εὐθαλής
Headword (normalized):
εὐθαλής
Headword (normalized/stripped):
ευθαλης
IDX:
13597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13603
Key:
eu)qalh/s1
Data
{'content': 'εὐθαλής\n εὐ-θᾰλής, ές\n θάλλω\n blooming, flourishing, Mosch.', 'key': 'eu)qalh/s1'}