Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐήνεμος
εὐήνιος
εὐηνορία
εὐήνωρ
εὐήρετμος
εὐήρης
εὐήρυτος
εὐήτριος
εὐήχητος
εὐθάλασσος
εὐθαλής
εὐθαλής
εὐθαρσής
εὐθεῖα
εὐθεράπευτος
εὐθετέω
εὐθετίζω
εὔθετος
εὐθέως
εὐθηγής
εὐθηλήμων
View word page
εὐθαλής
εὐθαλής εὐθᾱλής, ές Doric for εὐθηλής.
ShortDef
blooming, flourishing
[Dor.]
Debugging
Headword:
εὐθαλής
Headword (normalized):
εὐθαλής
Headword (normalized/stripped):
ευθαλης
IDX:
13596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13602
Key:
eu)qalh/s2
Data
{'content': 'εὐθαλής\n εὐθᾱλής, ές\n Doric for εὐθηλής.', 'key': 'eu)qalh/s2'}