Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὔζυγος
εὔζωνος
εὔζωρος
εὐηγενής
εὐηγεσία
εὐήθεια
εὐήθης
εὐηθίζομαι
εὐηθικός
εὐήκης
εὐήκοος
εὐηλάκατος
εὐήλατος
εὐήλιος
εὐημερέω
εὐημερία
εὐήμερος
εὐήνεμος
εὐήνιος
εὐηνορία
εὐήνωρ
View word page
εὐήκοος
εὐήκοος εὐ-ήκοος, οον ἀκοή inclined to give ear, of gods, Anth.

ShortDef

hearing well

Debugging

Headword:
εὐήκοος
Headword (normalized):
εὐήκοος
Headword (normalized/stripped):
ευηκοος
IDX:
13579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13585
Key:
eu)h/kous

Data

{'content': 'εὐήκοος\n εὐ-ήκοος, οον\n ἀκοή\n inclined to give ear, of gods, Anth.', 'key': 'eu)h/kous'}