Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔζηλος
εὔζυγος
εὔζωνος
εὔζωρος
εὐηγενής
εὐηγεσία
εὐήθεια
εὐήθης
εὐηθίζομαι
εὐηθικός
εὐήκης
εὐήκοος
εὐηλάκατος
εὐήλατος
εὐήλιος
εὐημερέω
εὐημερία
εὐήμερος
εὐήνεμος
εὐήνιος
εὐηνορία
View word page
εὐήκης
εὐήκης εὐ-ήκης, ες ἀκή well-pointed, Il.
ShortDef
well-pointed
Debugging
Headword:
εὐήκης
Headword (normalized):
εὐήκης
Headword (normalized/stripped):
ευηκης
IDX:
13578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13584
Key:
eu)h/khs
Data
{'content': 'εὐήκης\n εὐ-ήκης, ες\n ἀκή\n well-pointed, Il.', 'key': 'eu)h/khs'}