Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐέφοδος
εὔζηλος
εὔζυγος
εὔζωνος
εὔζωρος
εὐηγενής
εὐηγεσία
εὐήθεια
εὐήθης
εὐηθίζομαι
εὐηθικός
εὐήκης
εὐήκοος
εὐηλάκατος
εὐήλατος
εὐήλιος
εὐημερέω
εὐημερία
εὐήμερος
εὐήνεμος
εὐήνιος
View word page
εὐηθικός
εὐηθικός εὐηθικός, ή, όν εὐήθης good-natured, Plat.:—adv. -κῶς, Ar.

ShortDef

good-natured

Debugging

Headword:
εὐηθικός
Headword (normalized):
εὐηθικός
Headword (normalized/stripped):
ευηθικος
IDX:
13577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13583
Key:
eu)hqiko/s

Data

{'content': 'εὐηθικός\n εὐηθικός, ή, όν\n εὐήθης\n good-natured, Plat.:—adv. -κῶς, Ar.', 'key': 'eu)hqiko/s'}