Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀλεαίνω
ἀλέα
ἀλεγεινός
ἀλεγίζω
ἀλεγύνω
ἀλέγω
ἀλεεινός
ἀλεείνω
ἀλεής
ἀλείατα
ἄλειμμα
ἀλείπτης
ἄλεισον
ἀλείτης
ἄλειφαρ
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλεκτορίσκος
ἀλεκτοροφωνία
ἄλεκτρος
ἀλεκτρύαινα
View word page
ἄλειμμα
ἄλειμμα ἀλείφω anything used for anointing, unguent, fat, oil, Plat.
ShortDef
anything used for anointing, unguent, fat, oil
Debugging
Headword:
ἄλειμμα
Headword (normalized):
ἄλειμμα
Headword (normalized/stripped):
αλειμμα
IDX:
1358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1358
Key:
a)/leimma
Data
{'content': 'ἄλειμμα\n ἀλείφω\n anything used for anointing, unguent, fat, oil, Plat.', 'key': 'a)/leimma'}