Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐερνής
εὔερος
εὐεστώ
εὐετηρία
εὐετία
εὐεύρετος
εὐέφοδος
εὔζηλος
εὔζυγος
εὔζωνος
εὔζωρος
εὐηγενής
εὐηγεσία
εὐήθεια
εὐήθης
εὐηθίζομαι
εὐηθικός
εὐήκης
εὐήκοος
εὐηλάκατος
εὐήλατος
View word page
εὔζωρος
εὔζωρος εὔ-ζωρος, ον quite pure, unmixed, of wine, Eur.; comp. -ότερος and -έστερος.
ShortDef
quite pure, unmixed
Debugging
Headword:
εὔζωρος
Headword (normalized):
εὔζωρος
Headword (normalized/stripped):
ευζωρος
IDX:
13571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13577
Key:
eu)/zwros
Data
{'content': 'εὔζωρος\n εὔ-ζωρος, ον\n quite pure, unmixed, of wine, Eur.; comp. -ότερος and -έστερος.', 'key': 'eu)/zwros'}