Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐεργός
εὐερκής
εὐέρκτης
εὐερνής
εὔερος
εὐεστώ
εὐετηρία
εὐετία
εὐεύρετος
εὐέφοδος
εὔζηλος
εὔζυγος
εὔζωνος
εὔζωρος
εὐηγενής
εὐηγεσία
εὐήθεια
εὐήθης
εὐηθίζομαι
εὐηθικός
εὐήκης
View word page
εὔζηλος
εὔζηλος εὔ-ζηλος, ον emulous in good: adv. -λως, Anth.

ShortDef

emulous in good

Debugging

Headword:
εὔζηλος
Headword (normalized):
εὔζηλος
Headword (normalized/stripped):
ευζηλος
IDX:
13568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13574
Key:
eu)/zhlos

Data

{'content': 'εὔζηλος\n εὔ-ζηλος, ον\n emulous in good: adv. -λως, Anth.', 'key': 'eu)/zhlos'}