Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐεργής
εὐεργός
εὐερκής
εὐέρκτης
εὐερνής
εὔερος
εὐεστώ
εὐετηρία
εὐετία
εὐεύρετος
εὐέφοδος
εὔζηλος
εὔζυγος
εὔζωνος
εὔζωρος
εὐηγενής
εὐηγεσία
εὐήθεια
εὐήθης
εὐηθίζομαι
εὐηθικός
View word page
εὐέφοδος
εὐέφοδος εὐ-έφοδος, ον easy to come at, assailable, accessible, of places, Xen.
ShortDef
easy to come at, assailable, accessible
Debugging
Headword:
εὐέφοδος
Headword (normalized):
εὐέφοδος
Headword (normalized/stripped):
ευεφοδος
IDX:
13567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13573
Key:
eu)e/fodos
Data
{'content': 'εὐέφοδος\n εὐ-έφοδος, ον\n easy to come at, assailable, accessible, of places, Xen.', 'key': 'eu)e/fodos'}