Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐεργετητέος
εὐεργέτις
εὐεργής
εὐεργός
εὐερκής
εὐέρκτης
εὐερνής
εὔερος
εὐεστώ
εὐετηρία
εὐετία
εὐεύρετος
εὐέφοδος
εὔζηλος
εὔζυγος
εὔζωνος
εὔζωρος
εὐηγενής
εὐηγεσία
εὐήθεια
εὐήθης
View word page
εὐετία
εὐετία εὐ-ετία, ἡ, = εὐεύρετος, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐετία
Headword (normalized):
εὐετία
Headword (normalized/stripped):
ευετια
IDX:
13565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13571
Key:
eu)eti/a

Data

{'content': 'εὐετία\n εὐ-ετία, ἡ,\n = εὐεύρετος, Anth.', 'key': 'eu)eti/a'}