Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐεργέτης
εὐεργετητέος
εὐεργέτις
εὐεργής
εὐεργός
εὐερκής
εὐέρκτης
εὐερνής
εὔερος
εὐεστώ
εὐετηρία
εὐετία
εὐεύρετος
εὐέφοδος
εὔζηλος
εὔζυγος
εὔζωνος
εὔζωρος
εὐηγενής
εὐηγεσία
εὐήθεια
View word page
εὐετηρία
εὐετηρία εὐ-ετηρία, ἡ, ἔτος goodness of season, a good season (for the fruits of the earth), Xen., etc.

ShortDef

goodness of season, a good season

Debugging

Headword:
εὐετηρία
Headword (normalized):
εὐετηρία
Headword (normalized/stripped):
ευετηρια
IDX:
13564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13570
Key:
eu)ethri/a

Data

{'content': 'εὐετηρία\n εὐ-ετηρία, ἡ,\n ἔτος\n goodness of season, a good season (for the fruits of the earth), Xen., etc.', 'key': 'eu)ethri/a'}