Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀλδήσκω
ἀλεαίνω
ἀλέα
ἀλεγεινός
ἀλεγίζω
ἀλεγύνω
ἀλέγω
ἀλεεινός
ἀλεείνω
ἀλεής
ἀλείατα
ἄλειμμα
ἀλείπτης
ἄλεισον
ἀλείτης
ἄλειφαρ
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλεκτορίσκος
ἀλεκτοροφωνία
ἄλεκτρος
View word page
ἀλείατα
ἀλείατα ἀλέω wheaten flour, Od.; cf. ἄλευρον.
ShortDef
wheaten flour
Debugging
Headword:
ἀλείατα
Headword (normalized):
ἀλείατα
Headword (normalized/stripped):
αλειατα
IDX:
1357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1357
Key:
a)lei/ata
Data
{'content': 'ἀλείατα\n ἀλέω\n wheaten flour, Od.; cf. ἄλευρον.', 'key': 'a)lei/ata'}