Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐεπίθετος
εὐεπίτακτος
εὐέργεια
εὐεργεσία
εὐεργετέω
εὐεργέτημα
εὐεργέτης
εὐεργετητέος
εὐεργέτις
εὐεργής
εὐεργός
εὐερκής
εὐέρκτης
εὐερνής
εὔερος
εὐεστώ
εὐετηρία
εὐετία
εὐεύρετος
εὐέφοδος
εὔζηλος
View word page
εὐεργός
εὐεργός εὐ-εργός, όν ἔργω doing good or well, upright, Od. pass. well-wrought, well-tilled, Theocr. easy to work, Hdt.
ShortDef
doing good
Debugging
Headword:
εὐεργός
Headword (normalized):
εὐεργός
Headword (normalized/stripped):
ευεργος
IDX:
13558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13564
Key:
eu)ergo/s
Data
{'content': 'εὐεργός\n εὐ-εργός, όν\n ἔργω\n doing good or well, upright, Od.\n pass. well-wrought, well-tilled, Theocr.\n easy to work, Hdt.', 'key': 'eu)ergo/s'}