Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐέξοδος
εὐέπεια
εὐεπής
εὐεπίβατος
εὐεπιβούλευτος
εὐεπίθετος
εὐεπίτακτος
εὐέργεια
εὐεργεσία
εὐεργετέω
εὐεργέτημα
εὐεργέτης
εὐεργετητέος
εὐεργέτις
εὐεργής
εὐεργός
εὐερκής
εὐέρκτης
εὐερνής
εὔερος
εὐεστώ
View word page
εὐεργέτημα
εὐεργέτημα εὐεργέτημα, ατος, τό, from εὐεργετέω a service done, kindness, Xen.
ShortDef
a service done, kindness
Debugging
Headword:
εὐεργέτημα
Headword (normalized):
εὐεργέτημα
Headword (normalized/stripped):
ευεργετημα
IDX:
13553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13559
Key:
eu)erge/thma
Data
{'content': 'εὐεργέτημα\n εὐεργέτημα, ατος, τό,\n from εὐεργετέω\n a service done, kindness, Xen.', 'key': 'eu)erge/thma'}