Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὔδροσος
εὕδω
εὐέανος
εὔεδρος
εὐειδής
εὔειλος
εὐείμων
εὔειρος
εὐέλεγκτος
εὔελπις
εὐεξάλειπτος
εὐεξαπάτητος
εὐεξία
εὐέξοδος
εὐέπεια
εὐεπής
εὐεπίβατος
εὐεπιβούλευτος
εὐεπίθετος
εὐεπίτακτος
εὐέργεια
View word page
εὐεξάλειπτος
εὐεξάλειπτος εὐ-εξάλειπτος, ον ἐξαλείφω easy to wipe out, Xen.

ShortDef

easy to wipe out

Debugging

Headword:
εὐεξάλειπτος
Headword (normalized):
εὐεξάλειπτος
Headword (normalized/stripped):
ευεξαλειπτος
IDX:
13540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13546
Key:
eu)eca/leiptos

Data

{'content': 'εὐεξάλειπτος\n εὐ-εξάλειπτος, ον\n ἐξαλείφω\n easy to wipe out, Xen.', 'key': 'eu)eca/leiptos'}