Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐδοξία
εὔδοξος
εὐδρακής
εὔδρομος
εὔδροσος
εὕδω
εὐέανος
εὔεδρος
εὐειδής
εὔειλος
εὐείμων
εὔειρος
εὐέλεγκτος
εὔελπις
εὐεξάλειπτος
εὐεξαπάτητος
εὐεξία
εὐέξοδος
εὐέπεια
εὐεπής
εὐεπίβατος
View word page
εὐείμων
εὐείμων εἷμα well-robed, Aesch.

ShortDef

well-robed

Debugging

Headword:
εὐείμων
Headword (normalized):
εὐείμων
Headword (normalized/stripped):
ευειμων
IDX:
13536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13542
Key:
eu)ei/mwn

Data

{'content': 'εὐείμων\n εἷμα\n well-robed, Aesch.', 'key': 'eu)ei/mwn'}