Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐδοξέω
εὐδοξία
εὔδοξος
εὐδρακής
εὔδρομος
εὔδροσος
εὕδω
εὐέανος
εὔεδρος
εὐειδής
εὔειλος
εὐείμων
εὔειρος
εὐέλεγκτος
εὔελπις
εὐεξάλειπτος
εὐεξαπάτητος
εὐεξία
εὐέξοδος
εὐέπεια
εὐεπής
View word page
εὔειλος
εὔειλος εὔ-ειλος, ον εἴλη sunny, warm, Lat. apricus, Eur.
ShortDef
sunny, warm
Debugging
Headword:
εὔειλος
Headword (normalized):
εὔειλος
Headword (normalized/stripped):
ευειλος
IDX:
13535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13541
Key:
eu)/eilos
Data
{'content': 'εὔειλος\n εὔ-ειλος, ον\n εἴλη\n sunny, warm, Lat. apricus, Eur.', 'key': 'eu)/eilos'}