Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐδόκιμος
εὐδοξέω
εὐδοξία
εὔδοξος
εὐδρακής
εὔδρομος
εὔδροσος
εὕδω
εὐέανος
εὔεδρος
εὐειδής
εὔειλος
εὐείμων
εὔειρος
εὐέλεγκτος
εὔελπις
εὐεξάλειπτος
εὐεξαπάτητος
εὐεξία
εὐέξοδος
εὐέπεια
View word page
εὐειδής
εὐειδής εὐ-ειδής, ές εἶδος well-shaped, goodly, beautiful, beauteous, Il., Hdt., Attic

ShortDef

well-shaped, goodly, beautiful, beauteous

Debugging

Headword:
εὐειδής
Headword (normalized):
εὐειδής
Headword (normalized/stripped):
ευειδης
IDX:
13534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13540
Key:
eu)eidh/s

Data

{'content': 'εὐειδής\n εὐ-ειδής, ές\n εἶδος\n well-shaped, goodly, beautiful, beauteous, Il., Hdt., Attic', 'key': 'eu)eidh/s'}