Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐδοκιμέω
εὐδοκίμησις
εὐδόκιμος
εὐδοξέω
εὐδοξία
εὔδοξος
εὐδρακής
εὔδρομος
εὔδροσος
εὕδω
εὐέανος
εὔεδρος
εὐειδής
εὔειλος
εὐείμων
εὔειρος
εὐέλεγκτος
εὔελπις
εὐεξάλειπτος
εὐεξαπάτητος
εὐεξία
View word page
εὐέανος
εὐέανος εὐ-έᾰνος, ον richly-robed, Mosch.
ShortDef
richly-robed
Debugging
Headword:
εὐέανος
Headword (normalized):
εὐέανος
Headword (normalized/stripped):
ευεανος
IDX:
13532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13538
Key:
eu)e/anos
Data
{'content': 'εὐέανος\n εὐ-έᾰνος, ον\n richly-robed, Mosch.', 'key': 'eu)e/anos'}