Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔδιος
εὔδμητος
εὐδοκέω
εὐδοκία
εὐδοκιμέω
εὐδοκίμησις
εὐδόκιμος
εὐδοξέω
εὐδοξία
εὔδοξος
εὐδρακής
εὔδρομος
εὔδροσος
εὕδω
εὐέανος
εὔεδρος
εὐειδής
εὔειλος
εὐείμων
εὔειρος
εὐέλεγκτος
View word page
εὐδρακής
εὐδρακής εὐ-δρᾰκής, ές δέρκομαι sharp-sighted, Soph.
ShortDef
sharp-sighted
Debugging
Headword:
εὐδρακής
Headword (normalized):
εὐδρακής
Headword (normalized/stripped):
ευδρακης
IDX:
13528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13534
Key:
eu)drakh/s
Data
{'content': 'εὐδρακής\n εὐ-δρᾰκής, ές\n δέρκομαι\n sharp-sighted, Soph.', 'key': 'eu)drakh/s'}