Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐδίαιτος
εὐδιάλλακτος
εὐδιάναξ
εὐδία
εὐδιεινός
εὐδικία
εὐδίνητος
εὔδιος
εὔδμητος
εὐδοκέω
εὐδοκία
εὐδοκιμέω
εὐδοκίμησις
εὐδόκιμος
εὐδοξέω
εὐδοξία
εὔδοξος
εὐδρακής
εὔδρομος
εὔδροσος
εὕδω
View word page
εὐδοκία
εὐδοκία from εὐδοκέω εὐδοκία, ἡ, satisfaction, approval, NTest.
ShortDef
satisfaction, approval
Debugging
Headword:
εὐδοκία
Headword (normalized):
εὐδοκία
Headword (normalized/stripped):
ευδοκια
IDX:
13521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13527
Key:
eu)doki/a
Data
{'content': 'εὐδοκία\n from εὐδοκέω\n εὐδοκία, ἡ,\n satisfaction, approval, NTest.', 'key': 'eu)doki/a'}