Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔδηλος
εὐδιάβατος
εὐδιάβολος
εὐδίαιτος
εὐδιάλλακτος
εὐδιάναξ
εὐδία
εὐδιεινός
εὐδικία
εὐδίνητος
εὔδιος
εὔδμητος
εὐδοκέω
εὐδοκία
εὐδοκιμέω
εὐδοκίμησις
εὐδόκιμος
εὐδοξέω
εὐδοξία
εὔδοξος
εὐδρακής
View word page
εὔδιος
εὔδιος εὔ-διος, ον δῖος calm, fine, clear, of weather, sea, etc., Xen., Theocr.:—neut. εὔδιον, εὔδια, as adv., Anth.:—irreg. comp. εὐδιαίτερος, Xen.
ShortDef
calm, fine, clear
Debugging
Headword:
εὔδιος
Headword (normalized):
εὔδιος
Headword (normalized/stripped):
ευδιος
IDX:
13518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13524
Key:
eu)/dios
Data
{'content': 'εὔδιος\n εὔ-διος, ον\n δῖος\n calm, fine, clear, of weather, sea, etc., Xen., Theocr.:—neut. εὔδιον, εὔδια, as adv., Anth.:—irreg. comp. εὐδιαίτερος, Xen.', 'key': 'eu)/dios'}