Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐδείελος
εὔδειπνος
εὔδενδρος
εὔδηλος
εὐδιάβατος
εὐδιάβολος
εὐδίαιτος
εὐδιάλλακτος
εὐδιάναξ
εὐδία
εὐδιεινός
εὐδικία
εὐδίνητος
εὔδιος
εὔδμητος
εὐδοκέω
εὐδοκία
εὐδοκιμέω
εὐδοκίμησις
εὐδόκιμος
εὐδοξέω
View word page
εὐδιεινός
εὐδιεινός εὐδιεινός, ή, όν = εὔδιος Plat.; ἐν εὐδιεινοῖς in sheltered spots, Xen.
ShortDef
calm, sheltered
Debugging
Headword:
εὐδιεινός
Headword (normalized):
εὐδιεινός
Headword (normalized/stripped):
ευδιεινος
IDX:
13515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13521
Key:
eu)dieino/s
Data
{'content': 'εὐδιεινός\n εὐδιεινός, ή, όν\n = εὔδιος\n Plat.; ἐν εὐδιεινοῖς in sheltered spots, Xen.', 'key': 'eu)dieino/s'}