Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐδαίμων
εὐδάκρυτος
εὐδάπανος
εὐδείελος
εὔδειπνος
εὔδενδρος
εὔδηλος
εὐδιάβατος
εὐδιάβολος
εὐδίαιτος
εὐδιάλλακτος
εὐδιάναξ
εὐδία
εὐδιεινός
εὐδικία
εὐδίνητος
εὔδιος
εὔδμητος
εὐδοκέω
εὐδοκία
εὐδοκιμέω
View word page
εὐδιάλλακτος
εὐδιάλλακτος εὐδιάλλακτος, ον easy to reconcile, placable: adv. -τως, Plut.
ShortDef
easy to reconcile, placable
Debugging
Headword:
εὐδιάλλακτος
Headword (normalized):
εὐδιάλλακτος
Headword (normalized/stripped):
ευδιαλλακτος
IDX:
13512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13518
Key:
eu)dia/llaktos
Data
{'content': 'εὐδιάλλακτος\n εὐδιάλλακτος, ον\n easy to reconcile, placable: adv. -τως, Plut.', 'key': 'eu)dia/llaktos'}