Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐδαίδαλος
εὐδαιμονέω
εὐδαιμονία
εὐδαιμονίζω
εὐδαιμονικός
εὐδαίμων
εὐδάκρυτος
εὐδάπανος
εὐδείελος
εὔδειπνος
εὔδενδρος
εὔδηλος
εὐδιάβατος
εὐδιάβολος
εὐδίαιτος
εὐδιάλλακτος
εὐδιάναξ
εὐδία
εὐδιεινός
εὐδικία
εὐδίνητος
View word page
εὔδενδρος
εὔδενδρος εὔ-δενδρος, ον δένδρον well-wooded, abounding in fair trees, Pind., Eur.

ShortDef

well-wooded, abounding in fair trees

Debugging

Headword:
εὔδενδρος
Headword (normalized):
εὔδενδρος
Headword (normalized/stripped):
ευδενδρος
IDX:
13507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13513
Key:
eu)/dendros

Data

{'content': 'εὔδενδρος\n εὔ-δενδρος, ον\n δένδρον\n well-wooded, abounding in fair trees, Pind., Eur.', 'key': 'eu)/dendros'}