Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐγωνία
εὐγώνιος
εὐδαίδαλος
εὐδαιμονέω
εὐδαιμονία
εὐδαιμονίζω
εὐδαιμονικός
εὐδαίμων
εὐδάκρυτος
εὐδάπανος
εὐδείελος
εὔδειπνος
εὔδενδρος
εὔδηλος
εὐδιάβατος
εὐδιάβολος
εὐδίαιτος
εὐδιάλλακτος
εὐδιάναξ
εὐδία
εὐδιεινός
View word page
εὐδείελος
εὐδείελος εὐ-δείελος, ον δείελος δέελος, δῆλος very clear, distinct, far-seen, epith. of Ithaca and other islands, Od.

ShortDef

very clear, distinct, far-seen

Debugging

Headword:
εὐδείελος
Headword (normalized):
εὐδείελος
Headword (normalized/stripped):
ευδειελος
IDX:
13505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13511
Key:
eu)dei/elos

Data

{'content': 'εὐδείελος\n εὐ-δείελος, ον\n δείελος δέελος, δῆλος\n very clear, distinct, far-seen, epith. of Ithaca and other islands, Od.', 'key': 'eu)dei/elos'}