Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐγραφής
εὔγυρος
εὐγωνία
εὐγώνιος
εὐδαίδαλος
εὐδαιμονέω
εὐδαιμονία
εὐδαιμονίζω
εὐδαιμονικός
εὐδαίμων
εὐδάκρυτος
εὐδάπανος
εὐδείελος
εὔδειπνος
εὔδενδρος
εὔδηλος
εὐδιάβατος
εὐδιάβολος
εὐδίαιτος
εὐδιάλλακτος
εὐδιάναξ
View word page
εὐδάκρυτος
εὐδάκρυτος εὐ-δάκρῡτος, ον δακρύω tearful, lamentable, Aesch.
ShortDef
tearful, lamentable
Debugging
Headword:
εὐδάκρυτος
Headword (normalized):
εὐδάκρυτος
Headword (normalized/stripped):
ευδακρυτος
IDX:
13503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13509
Key:
eu)da/krutos
Data
{'content': 'εὐδάκρυτος\n εὐ-δάκρῡτος, ον\n δακρύω\n tearful, lamentable, Aesch.', 'key': 'eu)da/krutos'}