Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔγονος
εὔγραμμος
εὐγραφής
εὔγυρος
εὐγωνία
εὐγώνιος
εὐδαίδαλος
εὐδαιμονέω
εὐδαιμονία
εὐδαιμονίζω
εὐδαιμονικός
εὐδαίμων
εὐδάκρυτος
εὐδάπανος
εὐδείελος
εὔδειπνος
εὔδενδρος
εὔδηλος
εὐδιάβατος
εὐδιάβολος
εὐδίαιτος
View word page
εὐδαιμονικός
εὐδαιμονικός εὐδαιμονικός, ή, όν conducive to happiness, Plat.; τὰ εὐδ. the constituents thereof, Xen. from εὐδαίμων
ShortDef
conducive to happiness
Debugging
Headword:
εὐδαιμονικός
Headword (normalized):
εὐδαιμονικός
Headword (normalized/stripped):
ευδαιμονικος
IDX:
13501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13507
Key:
eu)daimoniko/s
Data
{'content': 'εὐδαιμονικός\n εὐδαιμονικός, ή, όν\n conducive to happiness, Plat.; τὰ εὐδ. the constituents thereof, Xen.\n from εὐδαίμων', 'key': 'eu)daimoniko/s'}