Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐγονία
εὔγονος
εὔγραμμος
εὐγραφής
εὔγυρος
εὐγωνία
εὐγώνιος
εὐδαίδαλος
εὐδαιμονέω
εὐδαιμονία
εὐδαιμονίζω
εὐδαιμονικός
εὐδαίμων
εὐδάκρυτος
εὐδάπανος
εὐδείελος
εὔδειπνος
εὔδενδρος
εὔδηλος
εὐδιάβατος
εὐδιάβολος
View word page
εὐδαιμονίζω
εὐδαιμονίζω εὐδαιμονίζω, εὐδαίμων to call or account happy, Eur., Xen., etc.; c. gen., μοίρας for his fortune, Soph.; ὑπέρ τινος Xen.; ἐπί τινι Dem.
ShortDef
to call or account happy
Debugging
Headword:
εὐδαιμονίζω
Headword (normalized):
εὐδαιμονίζω
Headword (normalized/stripped):
ευδαιμονιζω
IDX:
13500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13506
Key:
eu)daimoni/zw
Data
{'content': 'εὐδαιμονίζω\n εὐδαιμονίζω,\n εὐδαίμων\n to call or account happy, Eur., Xen., etc.; c. gen., μοίρας for his fortune, Soph.; ὑπέρ τινος Xen.; ἐπί τινι Dem.', 'key': 'eu)daimoni/zw'}