Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγγελιώτης
ἀγγέλλω
ἄγγελμα
ἄγγελος
ἄγγος
ἀγείρω
ἀγείτων
ἀγελαῖος
ἀγελαρχέω
ἀγελάρχης
ἀγελαστί
ἀγέλαστος
ἀγελείη
ἀγεληδόν
ἀγέλη
ἀγενεαλόγητος
ἀγένειος
ἀγένητος
ἀγεννής
ἀγέννητος
ἄγε
View word page
ἀγελαστί
ἀγελαστί without laughter, Plut.

ShortDef

without laughter

Debugging

Headword:
ἀγελαστί
Headword (normalized):
ἀγελαστί
Headword (normalized/stripped):
αγελαστι
IDX:
135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n135
Key:
a)gelasti/

Data

{'content': 'ἀγελαστί\n without laughter, Plut.', 'key': 'a)gelasti/'}