Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὔγλυπτος
εὐγλωσσία
εὔγλωσσος
εὖγμα
εὔγναμπτος
εὐγνωμονέω
εὐγνωμοσύνη
εὐγνώμων
εὔγνωστος
εὔγομφος
εὐγονία
εὔγονος
εὔγραμμος
εὐγραφής
εὔγυρος
εὐγωνία
εὐγώνιος
εὐδαίδαλος
εὐδαιμονέω
εὐδαιμονία
εὐδαιμονίζω
View word page
εὐγονία
εὐγονία εὐγονία, ἡ, fruitfulness, Xen. from εὔγονος

ShortDef

fruitfulness

Debugging

Headword:
εὐγονία
Headword (normalized):
εὐγονία
Headword (normalized/stripped):
ευγονια
IDX:
13490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13496
Key:
eu)goni/a

Data

{'content': 'εὐγονία\n εὐγονία, ἡ,\n fruitfulness, Xen.\n from εὔγονος', 'key': 'eu)goni/a'}