Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐγλαγής
εὔγλυπτος
εὐγλωσσία
εὔγλωσσος
εὖγμα
εὔγναμπτος
εὐγνωμονέω
εὐγνωμοσύνη
εὐγνώμων
εὔγνωστος
εὔγομφος
εὐγονία
εὔγονος
εὔγραμμος
εὐγραφής
εὔγυρος
εὐγωνία
εὐγώνιος
εὐδαίδαλος
εὐδαιμονέω
εὐδαιμονία
View word page
εὔγομφος
εὔγομφος εὔ-γομφος, ον well-nailed, well-fastened, Eur.

ShortDef

well-nailed, well-fastened

Debugging

Headword:
εὔγομφος
Headword (normalized):
εὔγομφος
Headword (normalized/stripped):
ευγομφος
IDX:
13489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13495
Key:
eu)/gomfos

Data

{'content': 'εὔγομφος\n εὔ-γομφος, ον\n well-nailed, well-fastened, Eur.', 'key': 'eu)/gomfos'}