Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὔβοτρυς
εὐβουλία
εὔβουλος
εὔβους
ἐΰβροχος
εὐγένεια
εὐγένειος
εὐγενής
εὐγενία
εὖγε
εὐγηθής
εὐγήθητος
εὔγηρυς
εὐγλαγής
εὔγλυπτος
εὐγλωσσία
εὔγλωσσος
εὖγμα
εὔγναμπτος
εὐγνωμονέω
εὐγνωμοσύνη
View word page
εὐγηθής
εὐγηθής εὐ-γηθής, ές γηθέω joyous, cheerful, Eur.

ShortDef

joyous, cheerful

Debugging

Headword:
εὐγηθής
Headword (normalized):
εὐγηθής
Headword (normalized/stripped):
ευγηθης
IDX:
13476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13482
Key:
eu)ghqh/s

Data

{'content': 'εὐγηθής\n εὐ-γηθής, ές\n γηθέω\n joyous, cheerful, Eur.', 'key': 'eu)ghqh/s'}