Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Εὔβοια
Εὐβοϊκός
εὔβολος
εὔβοτος
εὔβοτρυς
εὐβουλία
εὔβουλος
εὔβους
ἐΰβροχος
εὐγένεια
εὐγένειος
εὐγενής
εὐγενία
εὖγε
εὐγηθής
εὐγήθητος
εὔγηρυς
εὐγλαγής
εὔγλυπτος
εὐγλωσσία
εὔγλωσσος
View word page
εὐγένειος
εὐγένειος γένειον of a lion, well-maned, Hom.; of men, well-bearded, Plat.

ShortDef

well-maned

Debugging

Headword:
εὐγένειος
Headword (normalized):
εὐγένειος
Headword (normalized/stripped):
ευγενειος
IDX:
13472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13478
Key:
eu)ge/neios

Data

{'content': 'εὐγένειος\n γένειον\n of a lion, well-maned, Hom.; of men, well-bearded, Plat.', 'key': 'eu)ge/neios'}