Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐβλέφαρος
Εὐβοεύς
Εὔβοια
Εὐβοϊκός
εὔβολος
εὔβοτος
εὔβοτρυς
εὐβουλία
εὔβουλος
εὔβους
ἐΰβροχος
εὐγένεια
εὐγένειος
εὐγενής
εὐγενία
εὖγε
εὐγηθής
εὐγήθητος
εὔγηρυς
εὐγλαγής
εὔγλυπτος
View word page
ἐΰβροχος
ἐΰβροχος ἐΰ-βροχος, ον well-noosed, well-knit, Anth.

ShortDef

well-noosed, well-knit

Debugging

Headword:
ἐΰβροχος
Headword (normalized):
ἐΰβροχος
Headword (normalized/stripped):
ευβροχος
IDX:
13470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13476
Key:
eu)/broxos

Data

{'content': 'ἐΰβροχος\n ἐΰ-βροχος, ον\n well-noosed, well-knit, Anth.', 'key': 'eu)/broxos'}