Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐαστήρ
εὐαστής
εὐάτριος
εὐαφήγητος
εὐαφής
εὐβάστακτος
εὔβατος
εὐβλέφαρος
Εὐβοεύς
Εὔβοια
Εὐβοϊκός
εὔβολος
εὔβοτος
εὔβοτρυς
εὐβουλία
εὔβουλος
εὔβους
ἐΰβροχος
εὐγένεια
εὐγένειος
εὐγενής
View word page
Εὐβοϊκός
Εὐβοϊκός Euboean, Hdt., etc.; fem. Εὐβοΐς, Hdt.; lengthd. Εὐβοιΐς, Soph.

ShortDef

Euboean

Debugging

Headword:
Εὐβοϊκός
Headword (normalized):
εὐβοϊκός
Headword (normalized/stripped):
ευβοικος
IDX:
13463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13469
Key:
*eu)boiko/s

Data

{'content': 'Εὐβοϊκός\n Euboean, Hdt., etc.; fem. Εὐβοΐς, Hdt.; lengthd. Εὐβοιΐς, Soph.', 'key': '*eu)boiko/s'}