Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔαρχος
εὔασμα
εὐασμός
εὔας
εὐαστήρ
εὐαστής
εὐάτριος
εὐαφήγητος
εὐαφής
εὐβάστακτος
εὔβατος
εὐβλέφαρος
Εὐβοεύς
Εὔβοια
Εὐβοϊκός
εὔβολος
εὔβοτος
εὔβοτρυς
εὐβουλία
εὔβουλος
εὔβους
View word page
εὔβατος
εὔβατος εὔ-βᾰτος, ον βαίνω accessible, passable, Aesch.; comp. -ώτερος, Xen.
ShortDef
accessible, passable
Debugging
Headword:
εὔβατος
Headword (normalized):
εὔβατος
Headword (normalized/stripped):
ευβατος
IDX:
13459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13465
Key:
eu)/batos
Data
{'content': 'εὔβατος\n εὔ-βᾰτος, ον\n βαίνω\n accessible, passable, Aesch.; comp. -ώτερος, Xen.', 'key': 'eu)/batos'}