Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐάροτος
εὔαρχος
εὔασμα
εὐασμός
εὔας
εὐαστήρ
εὐαστής
εὐάτριος
εὐαφήγητος
εὐαφής
εὐβάστακτος
εὔβατος
εὐβλέφαρος
Εὐβοεύς
Εὔβοια
Εὐβοϊκός
εὔβολος
εὔβοτος
εὔβοτρυς
εὐβουλία
εὔβουλος
View word page
εὐβάστακτος
εὐβάστακτος εὐ-βάστακτος, ον easy to carry or move, Hdt.

ShortDef

easy to carry

Debugging

Headword:
εὐβάστακτος
Headword (normalized):
εὐβάστακτος
Headword (normalized/stripped):
ευβαστακτος
IDX:
13458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13464
Key:
eu)ba/staktos

Data

{'content': 'εὐβάστακτος\n εὐ-βάστακτος, ον\n easy to carry or move, Hdt.', 'key': 'eu)ba/staktos'}